ανεπίτευκτος

ανεπίτευκτος
η , ο [ος , ον ] недостижимый, недосягаемый; несбыточный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανεπίτευκτος" в других словарях:

  • ανεπίτευκτος — η, ο (AM ἀνεπίτευκτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί, αδύνατος, ακατόρθωτος αρχ. μσν. ο ανεπιτυχής …   Dictionary of Greek

  • ανεπίτευκτος — η, ο ακατόρθωτος, άφθαστος: Ο σκοπός μου εκείνος μένει ακόμη ανεπίτευκτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέφικτος — η, ο (AM ἀνέφικτος, ον) 1. ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, απραγματοποίητος αρχ. απλησίαστος με τη σκέψη, ακατανόητος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»